ἀστέριος

ἀστέριος
ἀστέρ-ιος, α, ον, also ος, ον,
A starred, starry, Arat.695; ἀ. ἄμαξα, = Ἄρκτος, Call.Fr.146; κύτος, of the sphere of the fixed stars, Vett.Val.172.32.
2 of a star, [σῶμα] Porph.Chr. 35;

ὕλη Orph.Fr.353

.
II ἀστέριον, τό, a kind of spider, Nic. Th.725.
III ἀστέριον, τό, name of a plant, Crateuas Fr.10; = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130 (prob. for ἄστριον) = σφονδύλιον, Id.3.76; = κάνναβις ἥμερος, ib.148; = ἀστὴρ Ἀττικός, Id.4.119.
IV ἀστέριον, τό, = ἀστήρ VI, Dsc.Eup.2.30.
V ἀστέριος λίθος meteoric stone, D.P.328.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀστέριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέριος — starred masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… …   Dictionary of Greek

  • ἀστερίων — ἀστέριος starred fem gen pl ἀστέριος starred masc/neut gen pl ἀστερίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέριον — ἀστέριος starred masc acc sg ἀστέριος starred neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίη — ἀστέριος starred fem nom/voc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίην — ἀστέριος starred fem acc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίης — ἀστέριος starred fem gen sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστερίοιο — Ἀστέριος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίοιο — ἀστέριος starred masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”